- κόμμεα ή γόμες
- Ομάδα μορίων υψηλού μοριακού βάρους, συνήθως με κολλοειδείς ιδιότητες, τα οποία σε κατάλληλο διαλύτη είναι ικανά, ακόμη και σε μικρές συγκεντρώσεις, να σχηματίζουν πηκτές (παχύρρευστα αιωρήματα ή διαλύματα). Τα μόρια αυτά ενδέχεται να είναι είτε υδροφοβικά είτε υδρόφιλα και περιλαμβάνουν μεγάλη ποικιλία ουσιών, όπως συνθετικά πολυμερή, υδρογονάνθρακες υψηλού μοριακού βάρους ή άλλα παράγωγα πετρελαίου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, με την ονομασία κ. αναφερόμαστε σε φυτικούς πολυσακχαρίτες ή σε παράγωγά τους. Η σπουδαιότητα των κ. οφείλεται στην ικανότητά τους να προσδίδουν υψηλό ιξώδες σε υδατικά διαλύματα. Οι φυσικές τους ιδιότητες εξαρτώνται από τη χημική τους δομή, σε συνδυασμό με το είδος και την ποσότητα του διαλύτη καθώς επίσης με το είδος και τη συγκέντρωση των ιόντων και των υπόλοιπων ουσιών στο διάλυμα.
Στη βοτανική, κ. ονομάζονται οι λευκοκίτρινεςυπομέλανεςουσίες που εκκρίνονται από ορισμένα φυτά. Η έκκριση κ. είναι σε μερικές περιπτώσεις παθολογικής φύσης (κομμίωση), όπως συμβαίνει σε ορισμένα οπωροφόρα δέντρα της οικογένειας των ροδιδών (κερασιά, δαμασκηνιά, ροδακινιά, βερικοκιά), εξαιτίας της παγωνιάς, της επίδρασης βακτηριακών ουσιών ή ύστερα από τραυματισμό, από τσιμπήματα εντόμων ή μηχανικές αιτίες. Σε άλλες περιπτώσεις πρόκειται για μια τελείως φυσική διαδικασία, όπως συμβαίνει με το τραγακάνθινο κόμμι, το κοινό τραγάνι (χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στη βιομηχανία καλλυντικών και ως επίχρισμα των ιστών), το οποίο εκκρίνεται από τα κλαδιά μερικών ψυχανθών του γένους αστράγαλος, και το αραβικό κόμμι (χρησιμοποιείται στην ιατρική ως μαλακτικό στη φλόγωση των βλεννωδών υμένων, στην επίχριση των ιστών, ως συγκολλητικό κλπ.), το οποίο προέρχεται από τους κορμούς διαφόρων ειδών ακακίας.
φυσικό ελαστικό. Από φυτικούς οργανισμούς παράγεται επίσης το ελαστικό κόμμι ή καουτσούκ, το οποίο προέρχεται από την πήξη του γαλακτώδους χυμού (λάτεξ) που εντοπίζεται κάτω από τον φλοιό πολλών φυτών, όπως τα Ηevea brasiliensis, Ficus elastica, Ficus indica κλπ.· πρόκειται για φυτά ιθαγενή των τροπικών χωρών, τα οποία ωστόσο καλλιεργούνται ευρύτατα και σε άλλες περιοχές, όπου από εμπορική άποψη το καουτσούκ αποτελεί ένα από τα πιο χρήσιμα προϊόντα του φυτικού βασιλείου.
Τις εξαιρετικές ιδιότητές του είχαν διαπιστώσει, πριν ακόμα εισαχθεί στην Ευρώπη (18oς αι.), οι ιθαγενείς της Βραζιλίας, οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν για την αδιαβροχοποίηση υφασμάτων και υποδημάτων και για φωτισμό. Το λάτεξ, που περιέχεται στους γαλακτοφόρους αγωγούς αυτών των φυτών, εκκρίνεται στο εξωτερικό περίβλημα με βαθιές εντομές, που φτάνουν έως τους γαλακτοφόρους ιστούς, οι οποίες όμως γίνονται με προσοχή, ώστε να μην καταστρέφονται τα δέντρα. Το ελαστικό κόμμι έχει τις ιδιότητες να είναι εύπλαστο, ανθεκτικό στα χημικά αντιδραστήρια, να έχει υψηλή διηλεκτρική σταθερά κλπ. Λόγω των συγκεκριμένων ιδιοτήτων του, αποτελεί πρώτη ύλη για πολλά είδη και ποικίλες βιομηχανικές εφαρμογές. Η γόμα σβησίματος (γομολάστιχα) υπήρξε η πρώτη εφαρμογή αυτού του προϊόντος (1770). Η παραγωγή βουλκανισμένου ελαστικού (δηλαδή καουτσούκ αναμεμειγμένου με θείο) άρχισε το 1839. Από την εποχή αυτή άρχισε η εκμετάλλευση των φυσικών δασών της Βραζιλίας, της Αφρικής και αργότερα της Σρι Λάνκα και της Μαλαισίας, της Ιάβα, της Σουμάτρα, του Βόρνεο, της Ινδοκίνας κ.ά. Ανάλογα με τα είδη των φυτών από τα οποία εξάγεται το λάτεξ που παρέχει το ελαστικό κόμμι, παράγονται ποικίλα προϊόντα, τα οποία διαφέρουν ποιοτικά και αποκτούν ποικίλες εμπορικές ονομασίες. Το φαιό ελαστικό κόμμι είναι εύπλαστο, διογκώνεται όταν έρθει σε επαφή με κατάλληλους διαλύτες και δίνει τελικά κολλοειδή διαλύματα. Με την κατεργασία του βουλκανισμού, το ελαστικό κόμμι μετατρέπεται από εύπλαστο σε ελαστικό και διατηρεί αυτή την ιδιότητα από τους -20°C έως τους +120°C· επίσης, αντέχει καλύτερα στα οξέα και στα αλκάλια, δεν διαλύεται σε ορισμένους διαλύτες, αλλά διογκώνεται.
συνθετικό ελαστικό. Τεχνητό προϊόν με ιδιότητες ανάλογες προς το φυσικό ελαστικό (καουτσούκ), το οποίο είναι προϊόν πετροχημικής σύνθεσης. Τα πρώτα πειράματα παραγωγής του έγιναν το 1909 και βασίστηκαν στη δυνατότητα παρασκευής ισοπρενίου –το οποίο είναι βασικό συστατικό του φυσικού καουτσούκ– από τα αποστάγματα του τερεβινθελαίου και των εσπεριδοειδών. Αργότερα έγιναν προσπάθειες με το βινυλακετυλένιο και έπειτα με το χλωροβουταδιένιο· το τελευταίο, πολυμεριζόμενο, μετατρέπεται σε ένα προϊόν αρκετά όμοιο με το φυσικό ελαστικό. Σήμερα, οι βιομηχανικές μέθοδοι για την παραγωγή συνθετικού ελαστικού είναι όλες προσανατολισμένες στην παραγωγή του βουταδιενίου (CH2 = CH – CH = CH2) και στον μετέπειτα πολυμερισμό του. Το βουταδιένιο μπορεί να παραχθεί με αφυδρογόνωση του βουτυλενίου C4H8, το οποίο με τη σειρά του παράγεται από το πετρέλαιο ή το ακετυλένιο· αφού περάσει από τα στάδια της ακεταλδεΰδης, της αλδόλης, ακολουθεί υδρογόνωση αυτής, για να σχηματιστεί τελικά το βουταδιένιο. Με τον πολυμερισμό του βουταδιενίου, που πραγματοποιείται με διάφορες μεθόδους, παράγονται ελαστικά και βουλκανισμένα προϊόντα, όπως και με το φυσικό καουτσούκ, και συχνά με χημικές ιδιότητες ανώτερες από αυτό. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ανακαλύφθηκαν νέα συνθετικά κ., που αποτελούνται από σιλικόνες.
Τα συγκεκριμένα κ. έχουν εξαιρετικές ικανότητες θερμικής αντίστασης και μπορούν να διατηρούν σχεδόν αναλλοίωτη την ελαστικότητά τους σε ένα θερμοκρασιακό εύρος από –80°C έως +400°C. Λόγω αυτών των ιδιοτήτων τους, χρησιμοποιούνται σε ευρεία κλίμακα στη βιομηχανία της αεροναυτικής και του διαστήματος.
Η παραγωγή τεχνητού ελαστικού, ακολουθώντας την ανάπτυξη των οδικών συγκοινωνιών, παρουσιάζει μέση ετήσια αύξηση περίπου 10%. Ανάλογη αύξηση παρουσιάζει και η παραγωγή του φυσικού ελαστικού.
Οι κυριότερες χώρες παραγωγής φυσικού ελαστικού είναι η Μαλαισία, η Ινδονησία, η Ταϊλάνδη, η Σρι Λάνκα και ακολουθούν η Ινδία, η Καμπότζη και το Βιετνάμ. Στην Αφρική η καλλιέργεια του ελαστικού είναι διαδεδομένη στη Νιγηρία, στη Λιβερία, στο Καμερούν και στην Ακτή Ελεφαντοστού. Στην Αμερική την πρώτη θέση κατέχει η Βραζιλία. Το 1969 ορισμένες ασιατικές χώρες ίδρυσαν την Ένωση παραγωγών φυσικού ελαστικού (Association of Natural Rubber Producing Countries), για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Στον τομέα του συνθετικού ελαστικού, οι ΗΠΑ έχουν τη μεγαλύτερη παραγωγή, ενώ ακολουθούν η Ιαπωνία, η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ρωσία, η Ολλανδία, ο Καναδάς, η Ιταλία, η Βραζιλία, η Πολωνία και το Βέλγιο.
Θείωση ελαστικών αυτοκινήτων, μία διαδικασία που γίνεται για να εξαλείψει την πλαστικότητα των κόμμεων και να τους προσδώσει ελαστικότητα.
Συλλογή λάτεξ (γαλακτώδους χυμού) της Ηevea brasiliensis. Με την πήξη του γαλακτώματος αυτού παράγεται το φυσικό ελαστικό, το γνωστό μας καουτσούκ, προϊόν ιδιαίτερα περιζήτητο από τη βιομηχανία.
Η πλαστικοποίηση της κόμμεων γίνεται για να διευκολυνθεί η επεξεργασία στην επόμενη φάση φορμαρίσματος σε θερμό.
Dictionary of Greek. 2013.